Τι είναι η ενσυναίσθηση;

Τι είναι η ενσυναίσθηση;

«Είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν θεωρώ ξένο» γράφει ο εκλατινισμένος κωμωδιογράφος Καρχηδόνιος Τερέντιος (Πούμπλιος Τερέντιος Αφρικανός) στο έργο «Εαυτόν τιμωρούμενος» (1) κάνοντας ουσιαστικά αναφορά στη βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, βάση της οποίας είναι η ενσυναίσθηση. Χρησιμοποιώντας αρχικά τον όρο «συμπάθεια» η ενσυναίσθηση είναι γνωστή από την αρχαιότητα ως η νοητική κατανόηση της συναισθηματικής κατάσταση ενός άλλου ατόμου. Ο ορισμός ωστόσο της ενσυναίσθησης δόθηκε από Γερμανούς θεωρητικούς της τέχνης. Εισήγαγαν τη γερμανική λέξη «Einfühlung» η οποία αφορά στα συναισθήματα του παρατηρητή μπροστά σε ένα έργο τέχνης. Ο Theodore Lipps (1851-1914) ήταν αυτός που διαβίβασε την έννοια της ενσυναίσθησης από το χώρο της τέχνης στο πεδίο της ψυχολογίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Lipps (2) ανέφερε ότι «όταν παρατηρώ έναν ακροβάτη να στέκεται στη μέση ενός δακτυλίου που κρέμεται από το ταβάνι, νιώθω σαν να είμαι μέσα σε
αυτό» (σελ. 5502).
Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας γύρω από την έννοια της ενσυναίσθησης καθιστά σαφές ότι υπάρχει μεγαλύτερη διαφωνία παρά συμφωνία για τον ακριβή ορισμό της. Ο Wispe (3) υποστήριζε ότι τα ερευνητικά αποτελέσματα της ενσυναίσθησης ενδεχομένως να μην είναι έγκυρα καθώς η έννοια της ενσυναίσθησης ερμηνεύεται διαφορετικά από διαφορετικούς θεωρητικούς και, ενώ οι ίδιοι θεωρούν ότι μελετούν το ίδιο αντικείμενο, στην πραγματικότητα αναφέρονται σε διαφορετικές έννοιες.
Ο Carl Rogers (4), ο θεμελιωτής της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία, πρότεινε τον παρακάτω ορισμό, ο οποίος έκτοτε συναντάται και συχνότερα στη βιβλιογραφία: ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να «αντιλαμβάνομαι το εσωτερικό πλαίσιο αναφορά ενός άλλου ανθρώπου με την ακρίβεια σαν να ήμουν εκείνο το άτομο, χωρίς όμως να χάνω αυτή τη «σαν να» συνθήκη». Λίγα
χρόνια αργότερα επανήλθε και περιέγραψε την ενσυναίσθηση ως την κατάσταση κατά την οποία υπεισέρχομαι στον ιδιωτικό κόσμο του άλλου και τον βιώνω σαν να ήμουν εκείνος. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό οι Baron-Cohen and Wheelwright (5) περιέγραψαν την ενσυναίσθηση ως την «κόλλα» του κοινωνικού κόσμου που οδηγεί τους ανθρώπους να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο, και απωθεί από το να
πληγώνονται μεταξύ τους. Οι Levasseur and Vance (6) ορίζουν την ενσυναίσθηση ως ακολούθως: «Η ενσυναίσθηση δεν είναι μια ψυχολογική ή συναισθηματική εμπειρία, ούτε ένα ψυχικό άλμα στο μυαλό των ανθρώπων, αλλά είναι ένα άνοιγμα με σεβασμό στην ατομικότητα του άλλου». Οι Greif and Hogan (7) περιέγραψαν την ενσυναίσθηση ως μια παράλληλη διαδικασία της ηθικής ωριμότητας. Ο Schafer (8) προτείνει ότι η ενσυναίσθηση είναι η εσωτερική εμπειρία του μοιράσματος και της βαθιάς κατανόησης της στιγμιαίας ψυχολογικής κατάστασης ενός ατόμου, ενώ οι Bellet and Maloney (9) την προσδιόρισαν ως την ικανότητα κατανόησης της εμπειρίας ενός ατόμου από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του· την ικανότητα δηλαδή να «μπαίνω στα παπούτσια του άλλου» όπως χαρακτηριστικά περιγράφουν. Ο Hamilton (10) συνεχίζει αυτή την περιγραφή υποστηρίζοντας ότι η ενσυναίσθηση είναι το όχημα που θα διευκολύνει την κατανόηση του άλλου με έναν ουσιαστικό και γεμάτο νόημα τρόπο. Ο Shamasundar (11), κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο, προσθέτει ότι η ένταση της ενσυναισθητικής ανταπόκρισης είναι πιο βαθιά σε καταστάσεις που διέπονται από δυσφορία όπως θλίψη, θυμό και εχθρικότητα. Αυτές οι περιγραφές υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα της ενσυναίσθησης σε καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο υποφέρει ή είναι θλιμμένο. Ως εκ τούτου η ενσυναίσθηση είναι ουσιαστικής σημασίας σε πλαίσια όπου ο ανθρώπινος πόνος είναι διάχυτος.

Επιμέλεια κειμένου

Δρ. Βασίλειος Κιοσσές

Ψυχοθεραπευτής

Βιβλιογραφία

1. Terentius, PA (Terence). Heautotimorumenos: The Self-Tormenter. New York: Henry Thomas Riley (ed), 1874.
2. Lipps T. “Einfühlung, Innere Nachahmung und Organempfindung,” Archiv für esamte Psychologie, 1993; 1: 465–519. (Translated as “Empathy, Inner Imitation and Sense-Feelings,” in A Modern Book of Esthetics, 374–382. New
York: Holt, Rinehart and Winston.
3. Wispe L. The distinction between sympathy and empathy: To call forth a concept, a word is needed. Journal of Personality and Social Psychology 1986;
50: 314–321.
4. Rogers CR. A theory of therapy: Personality and interpersonal relationships as developed in the client-centered framework. In S. Koch (Ed.), Psychology, a study of science: Foundations of the person and the social context (pp. 184–
256). New York: McGraw Hill, 1959.
5. Baron-Cohen S, Wheelwright S. The empathy quotient: An investigation of adults with Asperger syndrome or high functioning autism, and normal sex differences. Journal of autism and developmental disorders 2004; 34: 163–175.
6. Levasseur J, Vance AR. Doctors, nurses, and empathy. In H. M. Spiro, M. G. Mccrea Curnen, E. Peschel, & D. St. James (Eds.), Empathy and practice of medicine (pp. 76–84). New Haven: Yale University Press, 1993.
7. Greif EB, Hogan R. The theory and measurement of empathy. Journal of
Counseling Psychology 1973; 20: 280–284.
8. Schafer R. Generative empathy in the treatment situation. Psychoanalytic
Quarterly 1959; 28: 342–373.
9. Bellet PS, Maloney MJ. The importance of empathy as an interviewing skill in medicine. Journal of the American Medical Association 1991; 266: 1831–
1832.
10. Hamilton NG. Empathic understanding. In J Lichtenberg, M Bornstein, D Silver (Eds.), Empathy II (pp. 217–222). Hillsdale, NJ: The Analytic Press, 1984.
11. Shamasundar MRC. Reflections: Understanding empathy and related phenomena. American Journal of Psychotherapy 1999; 53: 232–245.